βιώσει

βιώσει
βίωσις
way of life
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βιώσεϊ , βίωσις
way of life
fem dat sg (epic)
βίωσις
way of life
fem dat sg (attic ionic)
βιόω
live
aor subj act 3rd sg (epic)
βιόω
live
fut ind mid 2nd sg
βιόω
live
fut ind act 3rd sg
βιώσκομαι
quicken
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Κάιζερ, Γκέοργκ — (Georg Kaiser, Μαγδεμβούργο 1878 – Ασκόνα, Ελβετία 1945). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και ταξίδεψε αρκετά στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, άρχισε να γράφει για το θέατρο (1904) …   Dictionary of Greek

  • Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ …   Dictionary of Greek

  • Λόφτους, Ελίζαμπεθ — (Elizabeth Loftus, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανίδα ψυχολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1966 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) με πτυχίο μαθηματικών και ψυχολογίας, ενώ το 1970 έλαβε διδακτορικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”